- ευζωνικός
- -ή, -ό [εύζωνος]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε εύζωνο2. το ουδ. ως ουσ. το ευζωνικότο στρατιωτικό σώμα τών ευζώνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευζωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εύζωνα. 2. το ουδ. ως ουσ., ευζωνικό στρατιωτικό τμήμα από εύζωνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)